- βλέπω
- (AM βλέπω)1. διαθέτω την αίσθηση της όρασης2. έχω την ικανότητα να βλέπω3. στρέφω το βλέμμα, κοιτάζω4. προσέχω με το βλέμμα5. προσέχω, είμαι προσεκτικός μήπως..6. προσέχω ν' αποφύγω κάτι7. εξετάζω8. θαυμάζω, κοιτάζω με θαυμασμό9. κατανοώ, αντιλαμβάνομαι10. απολαμβάνω11. αποβλέπω, προσβλέπω12. αναζητώ, ψάχνω να βρω13. (για άψυχα) είμαι στραμμένος, αντικρίζω προς κάποια κατεύθυνσημσν.- νεοελλ.1. διακρίνω, ξεχωρίζω2. διαπιστώνω3. επιτηρώ, εποπτεύω4. περιποιούμαι, φροντίζω5. επισκέπτομαι6. οραματίζομαινεοελλ.1. αντιλαμβάνομαι την παρουσία κάποιου2. βρίσκω, ξαναβρίσκω3. αποφασίζω4. (για γιατρούς) εξετάζω ασθενή5. φρ. α) «βλέπω άσπρη μέρα» ή «...θεού πρόσωπο» — ευτυχώ, ευημερώ, ησυχάζωβ) «βλέπω και δεν το πιστεύω» — εκπλήσσομαι για κάτι απίθανο, απροσδόκητογ) «είδα και έπαθα» — βασανίστηκα, ταλαιπωρήθηκαδ) «βλέπω καλό» — ευεργετούμαι, ωφελούμαι, καλυτερεύω στην υγεία μουε) «βλέπω μακριά» — έχω οξεία αντίληψηστ) «βλέπω με καλό μάτι» — βλέπω ευχάριστα, αντιμετωπίζω ευνοϊκάζ) «βλέπω όνειρα» — ονειρεύομαιη) «είδα πολλά» — έχω μεγάλη πείραθ)«βλέπω τον ουρανό σφοντύλι» — ζαλίζομαι από χτύπημα ή από δυσάρεστη είδησηι) «βλέπω στον ύπνο μου, ονειρεύομαι» — επιθυμώ κάτι υπερβολικάια) «βλέπω το φως» — εμφανίζομαι, γεννιέμαι, πραγματοποιούμαιιβ) «βλέπω το φως της δημοσιότητας» — δημοσιεύομαι, κυκλοφορώιγ) «βλέπω το φως της ημέρας» — γεννιέμαι, αποκαλύπτομαιιδ) «βλέπω φως» — αρχίζω να αισιοδοξώιε) «δεν βλέπω τη μύτη μου» — είναι θεοσκότειναιστ) «δεν βλέπω πέρα από τη μύτη μου» — έχω περιορισμένη αντίληψηιζ) «δεν έχω δει τίποτε» — είμαι άπειροςιη) «είδες;» — για επαλήθευση κάποιας κατάστασης για την οποία έχει γίνει λόγοςιθ) «να δω» ή «θα δω» — θα σκεφθώκ) «να δούμε» — όταν αμφιβάλλουμε για κάτι και περιμένουμε να μας το βεβαιώσει η έκβαση των πραγμάτωνκα) «όποιος έχει μάτια βλέπει» — είναι φανερόκβ) «όπως με βλέπεις και σε βλέπω» — αλήθεια, ειλικρινά, αναμφισβήτητακγ) «ποιος είδε τον θεό και δεν τον φοβήθηκε» — για έκρηξη παράφορης οργής, μανίαςκδ) «πού σε είδα, πού με είδες» — για αόριστη και αμυδρή ανάμνηση γνωριμίας ή για αδιαφορίακε) «τον βλέπω σαν κουνούπι» — θεωρώ κάποιον ανάξιο, αψηφώ κάποιονκστ) «τον βλέπω σαν τον χάρο» — αισθάνομαι αποστροφή, αντιπάθεια για κάποιονκζ) «τα βλέπω μαύρα» — είμαι υπερβολικά απαισιόδοξοςκη) «τα βλέπω ρόδινα» — αισιοδοξώκθ) «δε βλέπω την ώρα» — ανυπομονώ6. παροιμ. α) «ακόμη δεν τον είδαμε και Γιάννη τον εβγάλαμε» — κάνω σχέδια στηριζόμενος σε αόριστες και αβέβαιες προσδοκίεςβ) «μάτια που δεν βλέπονται γρήγορα λησμονιούνται» — η λησμονιά είναι μοιραίο επακολούθημα του αποχωρισμούγ) «της νύχτας τα καμώματα τα βλέπει η μέρα και γελάει» — οι δουλειές δεν γίνονται με επιτυχία τη νύχτααρχ.1. φαίνομαι σανμοιάζω με2. βασίζομαι, εμπιστεύομαι3. φρ. «βλέπω φάος» ή «...φῶς (ἡλίου)» — ζω, υπάρχω4. (η μτχ. ως ουσ.) ο βλέπωνπροφήτης.[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Ο τ. της ευκτικής ποτιγλέποι στον Αλκμάνα (πρβλ. γλέφαρον: βλέφαρον, γλήχων: βλήχων, οδήγησε στην υπόθεση υπάρξεως ενός χειλοϋπερωικού φθόγγου*g-w (> β-λέπω) στην αρχή της λ., ο οποίος απέβαλε ανομοιωτικώς το χειλικό του στοιχείο w(β) και έδωσε διαλεκτικώς τον τ. γλέπω. Το σημερινό διαλεκτικό γλέπω είναι προϊόν νεώτερης ανομοιώσεως βλέπω > γλέπω (βλ. σουβλί > σουγλί κ.λπ.). Με το ρ. βλέπω εκφράζεται η πράξη ή η ικανότητα της οράσεως και απαντά ιδιαίτερα σε εκφράσεις όπως «οξύ βλέπειν» «αμβλύ βλέπειν» κ.ά. Είναι άγνωστο στον Όμηρο, συχνό όμως στην αττική διάλεκτο και στη μτγν. Ελληνική. Στον Πλωτίνο (3ος μ.Χ. αιώνας) το ρ. βλέπω διακρίνεται από το ορώ, ενώ στον λυρικό Σόλωνα (6ος π.Χ. αιώνα) τα δύο ρήματα χρησιμοποιούνται παράλληλα. Στον ποιητικό λόγο τα ρήματα βλέπω, ορώ καθώς και άλλα συνώνυμα τους (δέρκομαι, λεύσσω) όταν συντάσσονται με αντικείμενο που δηλώνει το φως της ημέρας, του ηλίου ή των άστρων συνιστούν εκφράσεις που σημαίνουν «ζω». Από απόψεως σημασίας το ρ. βλέπω «κοιτάζω, προσηλώνω το βλέμμα, προσέχω» εκφράζει τη σκόπιμη παρατήρηση εν αντιθέσει προς το ορώ «βλέπω, θεώμαι», με το οποίο δηλώνεται η οπτική αντίληψη, η ακούσια παρατήρηση. Η διαφοροποίηση αυτή (βλέπω / ορώ) είναι χαρακτηριστική και σε ζεύγη λέξεων σύγχρονων ευρωπαϊκών γλωσσών (πρβλ. αγγλ. look- see, γαλλ. regarder- voir, γερμ. schauen, blicken- sehen). Στην Ελληνική η αντίθεση αυτή εκφράζεται από το ζεύγος βλέπω- κοιτάζω, το οποίο υποκατέστησε σημασιολογικά το αρχ. ορώ.ΠΑΡ. βλέπηση(-ις), βλέπος, βλέψη(-ις)- αρχ. βλεπτόςμσν.βλεπάτοροςνεοελλ.βλεπάρης, βλέπημα, βλεπιάς.ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό) αναβλέπω, αποβλέπω, διαβλέπω, εμβλέπω, επιβλέπω, παραβλέπω, προβλέπω, προσβλέπω, συνεπιβλέπω, υποβλέπωαρχ.αντιβλέπω, διϋποβλέπω, εισβλέπω, εκβλέπω, εναποβλέπω, επεμβλέπω, κατεμβλέπω, μεταβλέπω, παρεμβλέπω, περιβλέπω, προαναβλέπω, προσαποβλέπω, προσεμβλέπω, προσεπιβλέπω, συμβλέπω, συναποβλέπω, υπαναβλέπω, υπερβλέπωνεοελλ.αγριοβλέπω, γλυκοβλέπω, επαναβλέπω, κακοβλέπω, καλοβλέπω, κουτσοβλέπω, κρυφοβλέπω, λοξοβλέπω, ματαβλέπω, μισοβλέπω, ξαναβλέπω, πολυβλέπω, πρωτοβλέπω, στραβοβλέπω, συχνοβλέπω, χαμοβλέπω].
Dictionary of Greek. 2013.